ἀποκηρύττω

ἀποκηρύττω
ἀποκηρύσσω
offer
pres subj act 1st sg (attic)
ἀποκηρύσσω
offer
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)
ἀποκηρύ̱ττω , ἀποκηρύσσω
offer
pres subj act 1st sg (attic)
ἀποκηρύ̱ττω , ἀποκηρύσσω
offer
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξόμνυμι — ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο 2. αρνούμαι κάτι με όρκο 3. απαρνούμαι, αποκηρύττω αρχ. 1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία 2. απορρίπτω με περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՐԱԳԻՐ — ( ) NBH 2 0851 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. προγραφής proscriptus ἑκκήριττος voce praeconis expulsus, abdicatus ἕκφυτος . կամ ἕφυλος extorris. եւ բայիւ ἁποκηρύττω, προγράφω proscribo ἑξίστημι, ἑξίσταμαι… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”